- όσμανθος
- (όσμανθος ο εύοσμος). Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), μικρό καλλωπιστικό δεντρύλλιο ή θάμνος που κατάγεται από την Κίνα και την Ιαπωνία.
Τα φύλλα του είναι αντίθετα, δερματώδη, ωοειδή-προμήκη, ελαφρά πριονωτά, και έχουν χρώμα πράσινο με την κάτω επιφάνεια πιο ωχρή. Τα άνθη πολύ μικρά και εύοσμα, με τέσσερα λευκοκίτρινα πέταλα ενωμένα μεταξύ τους, σχηματίζουν μασχαλιαίους μικρούς βότρεις και στις χώρες καταγωγής του χρησιμοποιούνται για τον αρωματισμό του τσαγιού.
Συγγενές είδος είναι ο ο. ο οξύφυλλος που κατάγεται επίσης από την Ιαπωνία και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό. Έχει φύλλα στρογγυλοειδή και κυρίως ακανθωτά, όμοια περίπου με τα φύλλα του λιόπρινου ή ου.
Ο όσμανθος (όσμανθος ο εύοσμος) είναι καλλωπιστικό μικρό δέντρο, που κατάγεται από την Ανατολική Ασία. Τα άνθη του είναι λευκοκίτρινα.
* * *οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη με 30 ώς 40 είδη αείφυλλων θάμνων και δένδρων που ευδοκιμούν στην Ανατολική Ασία, στην Πολυνησία και στις ΗΠΑ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmanthus < οσμή + άνθος].
Dictionary of Greek. 2013.